- βάτῳ
- βάτονblackberryneut dat sgβάτος 1bramblefem dat sgβάτος 2fishmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βατώ — βατῶ ( έω) (Α) 1. βατεύω 2. (στη διάλεκτο των Δελφών) πατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατος, βάτης < βαίνω (πρβλ. και λ. βατεύω)] … Dictionary of Greek
βατῷ — βατός passable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτω — βάτης one that treads masc gen sg (attic epic ionic) βάτον blackberry neut nom/voc/acc dual βάτον blackberry neut gen sg (doric aeolic) βάτος 1 bramble fem nom/voc/acc dual βάτος 1 bramble fem gen sg (doric aeolic) βάτος 2 fish masc nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτωι — βάτῳ , βάτον blackberry neut dat sg βάτῳ , βάτος 1 bramble fem dat sg βάτῳ , βάτος 2 fish masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλωβατώ — καλωβατῶ, έω (Α) βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + βατῶ (< βάτης ή βατος < βαίνω), πρβλ. αερο βατώ, ουρανο βατώ] … Dictionary of Greek
κυρτοβατώ — κυρτοβατῶ, έω (Α) περπατώ με κυρτωμένη ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ονειρο βατώ, υπνο βατώ] … Dictionary of Greek
σκαιοβατώ — έω, Μ 1. βαδίζω ή χορεύω με αδεξιότητα 2. (για άλογο) κινούμαι ή βαδίζω άτακτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ορθο βατώ, πεζο βατώ] … Dictionary of Greek
τραχυβατώ — και ιων. τ. τρηχυβατῶ, έω, Α βαδίζω πάνω σε τραχύ ή πετρώδες έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ὀρθο βατῶ, σκαιο βατῶ] … Dictionary of Greek
νεφελοβατώ — (Μ νεφελοβατῶ, έω) περπατώ πάνω στα σύννεφα νεοελλ. μτφ. είμαι έξω από την πραγματικότητα, αεροβατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. ο + βατώ (< βάτης, < βαίνω), πρβλ. αερο βατώ] … Dictionary of Greek
νωτοβατώ — νωτοβατῶ, έω (Α) 1. (για την οχεία τών ζώων) επιβαίνω στα νώτα, στη ράχη, καβαλικεύω 2. περνώ πάνω από τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. καρκινο βατώ] … Dictionary of Greek